- πανεθνί
- Αεπίρρ. βλ. πανεθνεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεθνεί — και πανεθνί Α επίρρ. με ολόκληρο το έθνος, με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού («πολεμοῡντες πρὸς Δάκας, ἕως ἀπώλοντο πανεθνεί», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἔθνος + επιρρμ. κατάλ. εί / ί (πρβλ. παγγεν εί)] … Dictionary of Greek